- τρυπάνιση
- ητο τρυπάνισμα, ο τρυπανισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρυπάνιση — η, Ν [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής με τρυπάνι, τρυπανισμός … Dictionary of Greek
τρυπανιά — η, Ν τρυπάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπάνι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
τρυπανισμός — ο, ΝΑ [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση νεοελλ. ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση … Dictionary of Greek
τρυπάνισμα — το, ατος τρυπάνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπανισμός — ο 1. τρυπάνιση (βλ. λ.). 2. κρανιοτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)